περιεχής

περιεχής
-ές, Α
1. αυτός που περιέχει κάτι, ο περιεκτικός
2. (για στάση αθλητή) σκυφτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -εχής (< ἔχω*), πρβλ. προσ-εχής, συν-εχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιέχῃς — περϊέχῃς , περιέχω encompass pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεχεῖς — περιεχής surrounding masc/fem acc pl περιεχής surrounding masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”